Greek Meaning of rewording
αναδιατύπωση
Other Greek words related to αναδιατύπωση
Nearest Words of rewording
Definitions and Meaning of rewording in English
rewording (n)
changing a particular word or phrase
FAQs About the word rewording
αναδιατύπωση
changing a particular word or phrase
μετάφραση,μετάφραση,Παράφραση,Αναδιατύπωση,αναδιατύπωση,περίληψη,Ανακεφαλαίωση,επανάληψη,επανάληψη,αναδιατύπωση
Αντίγραφο,εισαγωγικά,παράθεση,μεταγραφή,μεταγραφή
reword => διατυπώνω εκ νέου, rewme => ρευματισμός, rewle => κανόνας, rewire => επανακαλωδίωση, rewind => επαναφορά,