Greek Meaning of rewriting

επαναγραφή

Other Greek words related to επαναγραφή

Definitions and Meaning of rewriting in English

Wordnet

rewriting (n)

editing that involves writing something again

FAQs About the word rewriting

επαναγραφή

editing that involves writing something again

τροποποίηση,μεταβλητός,διορθωτικός,Βελτιούμενος,Τροποποίηση,νέο σχέδιο,αναθεώρηση,αναθεώρηση,ρύθμιση,τροποποίηση

επιζήμιος,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,κακομαθαίνω,επιδεινούμενος,φθορά,Επιδεινώνοντας

rewriter => επανασυγγραφέας, rewrite man => Επαναδιατυπωτής, rewrite => Επανγραφή, rework => επαναεργασία, rewording => αναδιατύπωση,