Greek Meaning of altering

τροποποίηση

Other Greek words related to τροποποίηση

Definitions and Meaning of altering in English

Wordnet

altering (n)

the sterilization of an animal

Webster

altering (p. pr. & vb. n.)

of Alter

FAQs About the word altering

τροποποίηση

the sterilization of an animalof Alter

μεταβλητός,Τροποποίηση,ανακαίνιση,αναδιαμόρφωση,επανεκτέλεση,επανασχεδιασμός,επαναδημιουργία,ανανέωση,αναθεώρηση,αναθεώρηση

επιδιόρθωση,ρύθμιση,κατάψυξη,σταθεροποιητικός

altered => τροποποιημένο, altercative => Διενέξεων, altercation => διαμάχη, altercated => διαφώνησε, altercate => Διαφωνώ,