Greek Meaning of altercate
Διαφωνώ
Other Greek words related to Διαφωνώ
- διαφωνώ
- διαπληκτίζομαι
- καβγάς
- Σύγκρουση
- αμφισβητώ
- διαμάχη
- μάχη
- καβγάς
- φτύσιμο
- συζητώ
- συγκρούονται τα κεφάλια τους
- διαγωνίζομαι
- συζήτηση
- πέφτω
- φασαρία
- Γυάλα
- Χτυπούν κέρατα
- ανακατέψτε το
- μαλλιοκουβέντα,λεπτομέρεια
- Σειρά
- σκραπ
- καβγάς
- κόντρα
- τσακωμό
- κούφιες λέξεις
- τσιρίδες
- επεισόδιο
- πρόκληση
- εξετάζω
- διαγωνισμός
- τολμώ
- αψηφώ
- φασαρία
- κλοτσιά
- Γκρίνια
- αντικείμενο
- διαμαρτυρία
- Μπερδέματα
Nearest Words of altercate
Definitions and Meaning of altercate in English
altercate (v)
have a disagreement over something
altercate (v. i.)
To contend in words; to dispute with zeal, heat, or anger; to wrangle.
FAQs About the word altercate
Διαφωνώ
have a disagreement over somethingTo contend in words; to dispute with zeal, heat, or anger; to wrangle.
διαφωνώ,διαπληκτίζομαι,καβγάς,Σύγκρουση,αμφισβητώ,διαμάχη,μάχη,καβγάς,φτύσιμο,συζητώ
αποδέχομαι,συμφωνώ,Συνύπαρξη,συμφωνώ,Τα πάω καλά,συγκατάθεση,συγκατάθεση
alterative => alterativon, alteration => αλλοίωση, alterant => μεταβλητή, alterably => μεταβλητά, alterableness => Αλλοιωσιμότητα,