Greek Meaning of fuss
φασαρία
Other Greek words related to φασαρία
- παράπονο
- εξαίρεση
- ένσταση
- ερώτηση
- πρόκληση
- κριτική
- διστάζω
- υπερημερία
- ένσταση
- δυσκολία
- αμφιβολία
- αντιλογία
- διαμαρτυρία
- ένσταση
- βρωμερός
- υποψία
- επιχείρημα
- επεισόδιο
- μομφή
- Τύψεις
- σύγκρουση
- συζήτηση
- ανυπακοή
- διαμάχη
- διαφωνία
- δυσπιστία
- φασαρία
- κλοτσιά
- δυσπιστία
- δυσπιστία
- παρεξήγηση
- γκρίνια
- Αμφιβολία
- καβγάς
- μαλλιοκουβέντα,λεπτομέρεια
- εξέγερση
- απροθυμία
- κράτηση
- δισταγμός
- Σκεπτικισμός
- καβγάς
- Στατικός
- αβεβαιότητα
- ανησυχία
- ανησυχία
Nearest Words of fuss
Definitions and Meaning of fuss in English
fuss (n)
an excited state of agitation
an angry disturbance
a quarrel about petty points
a rapid active commotion
fuss (v)
worry unnecessarily or excessively
care for like a mother
fuss (n.)
A tumult; a bustle; unnecessary or annoying ado about trifles.
One who is unduly anxious about trifles.
fuss (v. i.)
To be overbusy or unduly anxious about trifles; to make a bustle or ado.
FAQs About the word fuss
φασαρία
an excited state of agitation, an angry disturbance, a quarrel about petty points, a rapid active commotion, worry unnecessarily or excessively, care for like a
παράπονο,εξαίρεση,ένσταση,ερώτηση,πρόκληση,κριτική,διστάζω,υπερημερία,ένσταση,δυσκολία
συμφωνία,Έγκριση,κυρώσεις,Θέληση,αποδοχή,συμμόρφωση,αποδοχή,συγκατάθεση,υπακοή
fusome => βαρετό, fusion reactor => Αντιδραστήρας σύντηξης, fusion cooking => Συμβολή κουζίνας, fusion bomb => Βόμβα συντήξεως, fusion => σύντηξη,