Greek Meaning of complaint
παράπονο
Other Greek words related to παράπονο
Nearest Words of complaint
- complaintive => παραπονεμένος
- complaisance => εφησυχασμός
- complaisant => υπάκουος
- complect => πλήρης
- complement => συμπλήρωμα
- complement fixation => Δέσμευση συμπληρώματος
- complement fixation test => Δοκιμασία αλληλοενίσχυσης του συμπληρώματος
- complemental => συμπληρωματικό
- complementarity => συμπληρωματικότητα
- complementary => συμπληρωματικός,-ή,-ό
Definitions and Meaning of complaint in English
complaint (n)
an often persistent bodily disorder or disease; a cause for complaining
(formerly) a loud cry (or repeated cries) of pain or rage or sorrow
an expression of grievance or resentment
(civil law) the first pleading of the plaintiff setting out the facts on which the claim for relief is based
(criminal law) a pleading describing some wrong or offense
FAQs About the word complaint
παράπονο
an often persistent bodily disorder or disease; a cause for complaining, (formerly) a loud cry (or repeated cries) of pain or rage or sorrow, an expression of g
φασαρία,παράπονο,θρηνείν,στεναγμός,γκρινιάζω,Μοσχάρι,μπεε,Κυπρίνος,παράπονο,βουστάρι
Έγκριση,επαίνους,κομπλιμέντο,Έπαινος,εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτήματα,Επικύρωση,εγκριση,έπαινος,κυρώσεις
complainingly => (διαμαρτυρόμενος), complaining => παραπονούμενος, complainer => γκρινιάρης, complainant => ενάγων, complain => παραπονιέμαι,