Greek Meaning of whinge

γκρινιάζω

Other Greek words related to γκρινιάζω

Definitions and Meaning of whinge in English

Webster

whinge (v. i.)

To whine.

FAQs About the word whinge

γκρινιάζω

To whine.

παράπονο,στεναγμός,γκρινιάζω,μπεε,Κυπρίνος,φασαρία,παράπονο,παράπονο,βουστάρι,γκρινιάζω

χειροκροτήματα,επαίνους,κομπλιμέντο,έπαινος,Έπαινος,εκδήλωση θαυμασμού,Έγκριση,εγκριση,κυρώσεις,Επικύρωση

whiney => υστερικός, whiner => γκρινιάρης, whined => γκρίνια, whine => γκρινιάζω, whinchat => Χαμοκελάδα,