Greek Meaning of complacently

εφησυχασμένα

Other Greek words related to εφησυχασμένα

Definitions and Meaning of complacently in English

Wordnet

complacently (r)

in a self-satisfied manner

FAQs About the word complacently

εφησυχασμένα

in a self-satisfied manner

ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος ,Ήρεμος,απρόσεκτος,αποσπασμένος,αδιάφορος,Αδιάφορος,αδιάφορος,ανέμελος

προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,ανήσυχος,συνειδητός,ενδιαφέρομαι,ενσυνείδητος,παθιασμένος,ευαίσθητος,ζεστός,ζηλωτής

complacent => εφησυχασμένος, complacency => Αυταρέσκεια, complacence => εφησυχασμός, compiling program => Πρόγραμμα μεταγλώττισης, compiling => σύνταξη,