Greek Meaning of unemotional

ανέμπνευστος

Other Greek words related to ανέμπνευστος

Definitions and Meaning of unemotional in English

Wordnet

unemotional (a)

unsusceptible to or destitute of or showing no emotion

Wordnet

unemotional (s)

cool and formal in manner

FAQs About the word unemotional

ανέμπνευστος

unsusceptible to or destitute of or showing no emotion, cool and formal in manner

αναίσθητος,στωικός,αδιάφορος ,Ανιαρός,Ήρεμος,κρύος,ψυχρός,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,ξηρός

επιδεικτικός,συναισθηματικός,φλογερό,παθιασμένος,παθιασμένος,παθιασμένος,βίαιη,φλογερός,φλεγόμενος,καίγοντας

unembodied => ασώματος, unembellished => αγενής, unembarrassment => Ανευθύνως, unembarrassed => ανενδοίαστος, uneligible => ακατάλληλος,