Greek Meaning of wooden
ξύλινος
Other Greek words related to ξύλινος
- αμήχανος
- αδέξιος
- ρουστίκ
- άβολος
- ανήσυχος
- γωνιακός
- διαταραγμένος
- Αμήχανος
- Αδέξιος
- άχαρος
- άκομψος
- αγχωμένος
- αγροτικός
- άκαμπτος
- Τεχνητός
- ντροπαλός
- αδέξιος
- αναστατωμένος
- χοντροκομμένος
- ντροπιασμένος
- ταραγμένος
- αγενής
- ενοχλημένο
- γελοίος
- διστακτικός
- αμήχανος
- αποσυντονισμένος
- στεναχωρημένος
- πανικόβλητος
- άχαρος
- Ανασφαλής
- ανήσυχος
- νευρικός
- άχρηστος
- σεμνός
- ταπεινωμένος
- ταραγμένος
- ταραγμένος
- συνειδητός
- μη διεκδικητικός
- μετριόφρων
- αγενής
- άχαρος
- ανεπιτήδευτος
- ανήσυχος
Nearest Words of wooden
Definitions and Meaning of wooden in English
wooden (s)
made or consisting of (entirely or in part) or employing wood
lacking ease or grace
wooden (a.)
Made or consisting of wood; pertaining to, or resembling, wood; as, a wooden box; a wooden leg; a wooden wedding.
Clumsy; awkward; ungainly; stiff; spiritless.
FAQs About the word wooden
ξύλινος
made or consisting of (entirely or in part) or employing wood, lacking ease or graceMade or consisting of wood; pertaining to, or resembling, wood; as, a wooden
αμήχανος,αδέξιος,ρουστίκ,άβολος,ανήσυχος,γωνιακός,διαταραγμένος,Αμήχανος,Αδέξιος,άχαρος
συντεθειμένος,χαριτωμένος,ευγενικός,Αστικός,Ήρεμος,συλλεγέν,σίγουρος,κουλ,ήρεμος,ήρεμος
wooded => δασώδης, woodcutting => Ξυλογραφία, woodcutter => ξυλοκόπος, woodcut => Ξυλογραφία, wood-creeper => Δρυοκολάπτης,