FAQs About the word wooden-headed

ξυλοκέφαλος

(used informally) stupid

πυκνό,αμβλύ,μύωψ,ανόητος,ανόητος,βαρετό,απλός,αργός,απρόσεκτος,ανεπαίσθητος

οξύς,διακριτικός,διορατικός,διεισδυτικός,οξυδερκής,συνετός,διορατικός,σοφός,σοφός,έμπειρος

wooden spoon => ξύλινο κουτάλι, wooden shoe => ξύλινο παπούτσι, wooden leg => ξύλινο πόδι, wooden horse => Ξύλινο άλογο, wooden => ξύλινος,