Greek Meaning of woodenly

ξύλινα

Other Greek words related to ξύλινα

Definitions and Meaning of woodenly in English

Wordnet

woodenly (r)

without grace; rigidly

Webster

woodenly (adv.)

Clumsily; stupidly; blockishly.

FAQs About the word woodenly

ξύλινα

without grace; rigidlyClumsily; stupidly; blockishly.

αμήχανος,αδέξιος,ρουστίκ,άβολος,ανήσυχος,γωνιακός,διαταραγμένος,Αμήχανος,Αδέξιος,άχαρος

συντεθειμένος,χαριτωμένος,ευγενικός,Αστικός,Ήρεμος,συλλεγέν,σίγουρος,κουλ,ήρεμος,ήρεμος

wooden-headed => ξυλοκέφαλος, wooden spoon => ξύλινο κουτάλι, wooden shoe => ξύλινο παπούτσι, wooden leg => ξύλινο πόδι, wooden horse => Ξύλινο άλογο,