Greek Meaning of mortified
ταπεινωμένος
Other Greek words related to ταπεινωμένος
- επιβαρυντική
- ταραγμένος
- ενοχλημένο
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- στεναχωρημένος
- διαταραγμένος
- Αμήχανος
- πανικόβλητος
- ερεθισμένος
- ανήσυχος
- νευρικός
- αγχωμένος
- μπερδεμένος
- έκπληκτος
- ταραγμένος
- άβολος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- ντροπιασμένος
- αμήχανος
- αδέξιος
- αμήχανος
- δυσάρεστος
- αποσυντονισμένος
- χασούρης
- Αδέξιος
- άχαρος
- ταπεινωμένος
- άκομψος
- ταραγμένος
- ρουστίκ
- Τεχνητός
- ανήσυχος
- αδέξιος
- ανισόρροπος
- ξύλινος
- αναστατωμένος
- αποθαρρυμένος
- αγροτικός
- συνειδητός
- άκαμπτος
- χοντροκομμένος
Nearest Words of mortified
Definitions and Meaning of mortified in English
mortified (s)
suffering from tissue death
made to feel uncomfortable because of shame or wounded pride
mortified ()
imp. & p. p. of Mortify.
mortified (imp. & p. p.)
of Mortify
FAQs About the word mortified
ταπεινωμένος
suffering from tissue death, made to feel uncomfortable because of shame or wounded prideimp. & p. p. of Mortify., of Mortify
επιβαρυντική,ταραγμένος,ενοχλημένο,απογοητευμένος,απογοητευμένος,ανήσυχος,στεναχωρημένος,διαταραγμένος,Αμήχανος,πανικόβλητος
σίγουρος,Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,σίγουρος,κουλ,ήρεμος,ήρεμος,ασφαλής,Γαλήνιος
mortification => ταπείνωση, mortiferous => θανατηφόρος, mortician => νεκροθάφτης, mortice => γούπα, mortgagor => Ενεχυράζων,