Greek Meaning of self-confident
σίγουρος για τον εαυτό του
Other Greek words related to σίγουρος για τον εαυτό του
- σίγουρος
- σίγουρος
- ελπιδοφόρος
- αισιόδοξος
- υπερήφανος
- ασφαλής
- σίγουρος για τον εαυτό του
- συλλεγέν
- εφησυχασμένος
- συντεθειμένος
- ματαιόδοξος
- κουλ
- ψύχραιμος
- με αυτοπειθαρχία
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- ατάραχος
- σημαντικός
- αναίσθητος
- υπεροπτικός
- ήρεμος
- πομπώδης
- υπερήφανος
- θυμίζει
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- εγωκεντρικός
- εγωϊστικός
- εγωιστής
- εγωιστής
- ψύχραιμος
- ανεξάρτητος
- αυτάρεσκος
- αυτάρκης
- Γαλήνιος
- εγωιστής
- Φιγουρατζής
- ήρεμος
- ατάραχος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ακλόνητος
- αισιόδοξο
- μάταιος
- μάταιος
- αυταρχικός
- απελευθερωμένος
Nearest Words of self-confident
- self-confidence => αυτοπεποίθηση
- self-confessed => αυτό-ομολογημένος
- self-condemnation => αυτοκαταδίκη
- self-concern => Εγωπάθεια
- self-conceitedly => με εγωισμό
- self-conceited => εγωιστής
- self-conceit => εγωισμός
- self-complacent => εγωϊστικός
- self-complacency => εφησυχασμός
- self-communion => Αυτοεπικοινωνία
- self-conjugate => αυτοσυζυγής
- self-conscious => συνειδητός
- self-consciously => αυτοσυνείδητα
- self-consciousness => Αυτοσυνειδησία
- self-considering => εγωιστής
- self-consistency => Αυτό-συνέπεια
- self-consistent => Αυτοσυνεκτικό
- self-constituted => αυτοσυνταχθείς
- self-consuming => Αυτοκαταναλωτικό
- self-contained => αυτόνομο
Definitions and Meaning of self-confident in English
self-confident (s)
showing poise and confidence in your own worth
self-confident (a.)
Confident of one's own strength or powers; relying on one's judgment or ability; self-reliant.
FAQs About the word self-confident
σίγουρος για τον εαυτό του
showing poise and confidence in your own worthConfident of one's own strength or powers; relying on one's judgment or ability; self-reliant.
σίγουρος,σίγουρος,ελπιδοφόρος,αισιόδοξος,υπερήφανος,ασφαλής,σίγουρος για τον εαυτό του,συλλεγέν,εφησυχασμένος,συντεθειμένος
διστακτικός,ταπεινός,Ανασφαλής,σεμνός,αγχωμένος,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,μετριόφρων,ανεπιτήδευτος,ντροπαλός
self-confidence => αυτοπεποίθηση, self-confessed => αυτό-ομολογημένος, self-condemnation => αυτοκαταδίκη, self-concern => Εγωπάθεια, self-conceitedly => με εγωισμό,