Greek Meaning of disciplined
με αυτοπειθαρχία
Other Greek words related to με αυτοπειθαρχία
- ελεγχόμενος
- ανασταλμένος
- συγκρατημένος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
- αυτοπειθαρχημένος
- υπολογισμένος
- συγκρατημένος
- εσκεμμένος
- ψύχραιμος
- μέτριος
- λογικός
- αυτοθυσία
- εύκρατο
- μέσος
- μετρημένος
- μέτριος
- μέσο
- σεμνός
- φυσιολογικός
- συνηθισμένος
- λογικός
- ρουτίνα
- μεταλλεύματα
- run-of-the-mine
- ε разумный
- τυπικός
- συνήθης
Nearest Words of disciplined
Definitions and Meaning of disciplined in English
disciplined (s)
obeying the rules
trained mentally or physically by instruction or exercise
disciplined (imp. & p. p.)
of Discipline
FAQs About the word disciplined
με αυτοπειθαρχία
obeying the rules, trained mentally or physically by instruction or exerciseof Discipline
ελεγχόμενος,ανασταλμένος,συγκρατημένος,αυτοελεγχόμενος, εγκρατής,αυτοπειθαρχημένος,υπολογισμένος,συγκρατημένος,εσκεμμένος,ψύχραιμος,μέτριος
υπερβολικός,ακραίο,υπερβολικός,παράλογος,ριζοσπαστικός,παράλογος,εξτρεμιστής,φανατικός,υπερβολικός,ακραίος
discipline => Πειθαρχία, disciplinary => πειθαρχικός, disciplinarian => δειπλίν, disciplinant => συνετούχος, disciplinal => πειθαρχικός,