Greek Meaning of disciplining
πειθαρχών
Other Greek words related to πειθαρχών
Nearest Words of disciplining
Definitions and Meaning of disciplining in English
disciplining (p. pr. & vb. n.)
of Discipline
FAQs About the word disciplining
πειθαρχών
of Discipline
διορθωτικός,τιμωρητικός,επιτιμητικός,τιμωρία,επιτιμώντας,Διπλωματικός,πειθαρχικός,ποινική,τιμωρητικός,αντίποινα
αντισταθμιστικός,μη τιμωρητικός,ανεκτικότητα,απαλλακτικό,απαλλακτικός,απαλλακτικός,αποστολέας,δικαιωματικός,απαλλακτικό,αθώωση
discipling => μαθητεία, discipliner => παιδαγωγός, disciplined => με αυτοπειθαρχία , discipline => Πειθαρχία, disciplinary => πειθαρχικός,