Greek Meaning of absolving

απαλλακτικό

Other Greek words related to απαλλακτικό

Definitions and Meaning of absolving in English

Webster

absolving (p. pr. & vb. n.)

of Absolve

FAQs About the word absolving

απαλλακτικό

of Absolve

αντισταθμιστικός,ανεκτικότητα,απαλλακτικό,απαλλακτικός,απαλλακτικός,χάρη,αποστολέας,δικαιωματικός,αθώωση,μετακινήσεις

τιμωρία,διορθωτικός,Διπλωματικός,πειθαρχικός,πειθαρχών,ποινική,τιμωρητικός,επιτιμητικός,επιτιμώντας,τιμωρητικός

absolver => λυτρωτής, absolvent => απόφοιτος, absolved => απαλλαγμένος, absolve => απαλλάσσω, absolvatory => απαλλακτικός,