Greek Meaning of absolutist
απολυταρχικός
Other Greek words related to απολυταρχικός
Nearest Words of absolutist
- absolutism => απόλυτη μοναρχία
- absolution => συγχώρεση
- absoluteness => απόλυτοτητα
- absolutely => απόλυτα
- absolute zero => απόλυτο μηδέν
- absolute viscosity => Απόλυτη ιξώδες
- absolute value => απόλυτη τιμή
- absolute threshold => απόλυτο όριο
- absolute temperature => Απόλυτη θερμοκρασία
- absolute space => Απόλυτος χώρος
Definitions and Meaning of absolutist in English
absolutist (n)
one who advocates absolutism
absolutist (a)
pertaining to the principle of totalitarianism
absolutist (n.)
One who is in favor of an absolute or autocratic government.
One who believes that it is possible to realize a cognition or concept of the absolute.
absolutist (a.)
Of or pertaining to absolutism; arbitrary; despotic; as, absolutist principles.
FAQs About the word absolutist
απολυταρχικός
one who advocates absolutism, pertaining to the principle of totalitarianismOne who is in favor of an absolute or autocratic government., One who believes that
αυταρχισμός,Αυτοκρατία,κομμουνισμός,δεσποτισμός,δικτατορία,Φασισμός,Ολοκληρωτισμός,τσαρισμός,Τυραννία,αυτάρκεια
Δημοκρατία,ελευθερία,Αυτονομία,Αυτοδιάθεση,αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Κυριαρχία
absolutism => απόλυτη μοναρχία, absolution => συγχώρεση, absoluteness => απόλυτοτητα, absolutely => απόλυτα, absolute zero => απόλυτο μηδέν,