Greek Meaning of communism
κομμουνισμός
Other Greek words related to κομμουνισμός
Nearest Words of communism
- communise => Κοινοτικοποιώ
- communisation => κοινοκτημοσύνη
- communique => ανακοινωθέν
- communion table => τράπεζα της κοινωνίας
- communion => Θεία Κοινωνία
- communicatory => επικοινωνιακή
- communicator => επικοινωνητής
- communicativeness => επικοινωνιακότητα
- communicative => κοινωτικός
- communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών
- communism peak => Κορυφή του κομμουνισμού
- communist => κομμουνιστής
- communist china => η κομμουνιστική κινα
- communist economy => Κομμουνιστική οικονομία
- communist manifesto => Κομμουνιστικό Μανιφέστο
- communist party => Κομμουνιστικό κόμμα
- communist party of kampuchea => Κομμουνιστικό Κόμμα της Καμπότζης
- communistic => Κομμουνιστικός
- community => κοινότητα
- community center => κέντρο κοινότητας
Definitions and Meaning of communism in English
communism (n)
a form of socialism that abolishes private ownership
a political theory favoring collectivism in a classless society
FAQs About the word communism
κομμουνισμός
a form of socialism that abolishes private ownership, a political theory favoring collectivism in a classless society
συλλογικότητα,Φασισμός,Μαρξισμός,σταλινισμός,Μπολσεβικισμός,δικτατορία,Αριστερισμός,Λενινισμός,Φιλελευθερισμός,σοβιετισμός
Δημοκρατία,ελευθερία,Αυτοδιάθεση,αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Αυτονομία,Κυριαρχία
communise => Κοινοτικοποιώ, communisation => κοινοκτημοσύνη, communique => ανακοινωθέν, communion table => τράπεζα της κοινωνίας, communion => Θεία Κοινωνία,