Greek Meaning of communique
ανακοινωθέν
Other Greek words related to ανακοινωθέν
- διαφήμιση
- διαφήμιση
- ανακοίνωση
- δελτίο
- κυκλικός
- επικοινωνία
- ειδοποίηση
- καταχώρηση
- Απελευθέρωση
- διαφήμιση
- διαφημίσεις
- λογαριασμός
- τιμολόγηση
- μετάδοση
- πλαϊνό
- Φυλλάδιο
- Εκστρατεία
- εμπορικός
- φυλλάδιο
- μήνυμα
- Ειδοποίηση
- γήπεδο
- αναγγελία
- προαγωγή
- Αναφορά
- Σημάδι
- Πινακίδα
- περίληψη
- Συγκέντρωση
- ελάτε
- δήλωση
- αποστολή
- διάταγμα
- σκέπαστρο για μύγες
- φυλλάδιο
- εφημερίδα της κυβερνήσεως
- Φυλλάδιο
- φυλλάδιο
- Δελτίο ειδήσεων
- Πλακάτ
- πρόγραμμα
- αφίσα
- προσφορά
- έκδοση
- προφορά
- διακήρυξη
- προπαγάνδα
- διαφήμιση
- reskript
- Πρόγραμμα
- έννοια
- κουκκίδα
- Τηλεοπτική εκπομπή
- λέξη
Nearest Words of communique
- communion table => τράπεζα της κοινωνίας
- communion => Θεία Κοινωνία
- communicatory => επικοινωνιακή
- communicator => επικοινωνητής
- communicativeness => επικοινωνιακότητα
- communicative => κοινωτικός
- communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών
- communications security establishment => Εγκατάσταση ασφάλειας επικοινωνιών
- communications satellite => Δορυφόρος επικοινωνιών
- communications protocol => Πρωτόκολλο επικοινωνίας
- communisation => κοινοκτημοσύνη
- communise => Κοινοτικοποιώ
- communism => κομμουνισμός
- communism peak => Κορυφή του κομμουνισμού
- communist => κομμουνιστής
- communist china => η κομμουνιστική κινα
- communist economy => Κομμουνιστική οικονομία
- communist manifesto => Κομμουνιστικό Μανιφέστο
- communist party => Κομμουνιστικό κόμμα
- communist party of kampuchea => Κομμουνιστικό Κόμμα της Καμπότζης
Definitions and Meaning of communique in English
communique (n)
an official report (usually sent in haste)
FAQs About the word communique
ανακοινωθέν
an official report (usually sent in haste)
διαφήμιση,διαφήμιση,ανακοίνωση,δελτίο,κυκλικός,επικοινωνία,ειδοποίηση,καταχώρηση,Απελευθέρωση,διαφήμιση
No antonyms found.
communion table => τράπεζα της κοινωνίας, communion => Θεία Κοινωνία, communicatory => επικοινωνιακή, communicator => επικοινωνητής, communicativeness => επικοινωνιακότητα,