Greek Meaning of buildup

Συγκέντρωση

Other Greek words related to Συγκέντρωση

Definitions and Meaning of buildup in English

Wordnet

buildup (n)

the act of building up an accumulation

the result of the process of accumulation

highly favorable publicity and praise

FAQs About the word buildup

Συγκέντρωση

the act of building up an accumulation, the result of the process of accumulation, highly favorable publicity and praise

επιταχύνω,αναρριχώμαι,επεκτείνω,αύξηση,ανέβαινω,τυλίγω,οίδημα,συσσωρεύω,εκτιμώ,μπαλόνι

Σύμβαση,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,υποχωρώ,μειώνω,μειώνομαι

building supply store => Κατάστημα δομικών υλικών, building supply house => Κατάστημα οικοδομικών υλικών, building society => εταιρεία ακινήτων, building site => Εργοτάξιο, building permit => άδεια οικοδομής,