Greek Meaning of building supply house
Κατάστημα οικοδομικών υλικών
Other Greek words related to Κατάστημα οικοδομικών υλικών
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of building supply house
- building society => εταιρεία ακινήτων
- building site => Εργοτάξιο
- building permit => άδεια οικοδομής
- building material => οικοδομικό υλικό
- building department => Τμήμα Δόμησης
- building complex => συγκρότημα κτισμάτων
- building code => κανονισμός δόμησης
- building block => δομικός λίθος
- building => κτίριο
- builder => κατασκευαστής
- building supply store => Κατάστημα δομικών υλικών
- buildup => Συγκέντρωση
- built => κατασκευασμένο
- built in bed => ενσωματωμένο στο κρεβάτι
- built-in => ενσωματωμένο
- built-in bed => Εντοιχισμένο κρεβάτι
- built-soap powder => built-soap powder
- built-up => κατασκευασμένος
- buirdly => γίγαντας
- bujumbura => Μπουζουμπούρα
Definitions and Meaning of building supply house in English
building supply house (n)
a store where builders can purchase materials for building houses and related structures
FAQs About the word building supply house
Κατάστημα οικοδομικών υλικών
a store where builders can purchase materials for building houses and related structures
No synonyms found.
No antonyms found.
building society => εταιρεία ακινήτων, building site => Εργοτάξιο, building permit => άδεια οικοδομής, building material => οικοδομικό υλικό, building department => Τμήμα Δόμησης,