Greek Meaning of building block

δομικός λίθος

Other Greek words related to δομικός λίθος

Definitions and Meaning of building block in English

Wordnet

building block (n)

a single undivided natural thing occurring in the composition of something else

a block of material used in construction work

FAQs About the word building block

δομικός λίθος

a single undivided natural thing occurring in the composition of something else, a block of material used in construction work

συνιστώσα,Στοιχείο,παράγοντας,συστατικό,μέλος,βάση,συστατικό,πτυχή,χαρακτηριστικός,λεπτομέρεια

σύνολο,σύνθετος,σύνθετο,μάζα,άθροισμα,συνολικό,ολόκληρος,μίγμα,συνδυασμός,σύνολο

building => κτίριο, builder => κατασκευαστής, builded => χτισμένο, build upon => βασίζω, build up => χτίζω,