Greek Meaning of built-in

ενσωματωμένο

Other Greek words related to ενσωματωμένο

Definitions and Meaning of built-in in English

Wordnet

built-in (s)

existing as an essential constituent or characteristic

FAQs About the word built-in

ενσωματωμένο

existing as an essential constituent or characteristic

ουσιαστικός,εγγενής,ολοκλήρωμα,Ενδογενής,βασικός,συνταγματικός,συνιστατικό,διακριτικός,θεμελιώδης,ενσύρματο

τυχαίο,τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,κεκτημένος,τυχαίος,εξωτερικός,τυχαίο

built in bed => ενσωματωμένο στο κρεβάτι, built => κατασκευασμένο, buildup => Συγκέντρωση, building supply store => Κατάστημα δομικών υλικών, building supply house => Κατάστημα οικοδομικών υλικών,