Greek Meaning of congenital

συγγενής

Other Greek words related to συγγενής

Definitions and Meaning of congenital in English

Wordnet

congenital (s)

present at birth but not necessarily hereditary; acquired during fetal development

FAQs About the word congenital

συγγενής

present at birth but not necessarily hereditary; acquired during fetal development

γεννημένος,χρόνιος,κληρονομικός,φυσικός,συνταγματικός,Γηγενής,κατάλληλος,τακτικός,επιβεβαιωμένο,έμφυτος

εξωγήινος,Καλλιεργούμενος,ανεπτυγμένη,ξένος,μη φυσικό,εκπαιδευμένος,αφύσικος

congenialness => Συγγενικότητα, congenially => συμπάθεια, congeniality => Φιλικότητα, congenial => φιλικός, congenerous => ομόλογος,