Greek Meaning of congenerous
ομόλογος
Other Greek words related to ομόλογος
- όμοιος
- σύμμαχοι
- ανάλογος
- συγκρίσιμος
- συγγενικός
- φιλικός
- Σύμφυτος
- αντίστοιχος
- συγγενείς
- σαν
- ταιριαστό
- παράλληλος
- σχετικός
- παρόμοιος
- τέτοιος
- Σχετίζεται
- συγγενής
- Συγγενής
- ανάλογος
- έμφυτος
- συνεπής
- Ανταποκριτής
- Ομοιογενής
- ταυτόσημος
- Εναλλάξιμος
- συγγενείς
- Αναλογικός
- περιττός
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- ίδιος
- τέτοιο
- συνώνυμο
- ισοδύναμο
- εικονική
- προσεγγίζοντας
- περίπου
- κοντά
- συνεισπίπτων
- συμπτωματικός
- Συμφωνούσα
- συμμορφούμενος
- Σύμφωνο
- επίσης
- αντίγραφο
- ολόκληρος
- ίδιος
- ισοδύναμο
- Ανταλλάξιμος
- ομοιογενής
- αδιαφοροποίητα
- ο ίδιος
- αντικαταστάσιμο
- δίδυμος
- αμετάβλητος
- στολή
- αμετάβλητος
- αμετάβλητος
- Εγώ επίσης
Nearest Words of congenerous
- congenial => φιλικός
- congeniality => Φιλικότητα
- congenially => συμπάθεια
- congenialness => Συγγενικότητα
- congenital => συγγενής
- congenital abnormality => Συγγενής ανωμαλία
- congenital afibrinogenemia => Συγγενής αφιβρινογοναιμία
- congenital anomaly => συγγενής ανωμαλία
- congenital defect => Συγγενές ελάττωμα
- congenital disease => Συγγενής ασθένεια
Definitions and Meaning of congenerous in English
congenerous (a)
belonging to the same genus
FAQs About the word congenerous
ομόλογος
belonging to the same genus
όμοιος,σύμμαχοι,ανάλογος,συγκρίσιμος,συγγενικός,φιλικός,Σύμφυτος,αντίστοιχος,συγγενείς,σαν
διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,Ανταλλάξιμος,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός,ποικίλος
congenerical => συγγενικός, congeneric => συγγενικός, congener => συγκάτοικος, congenator => συγγενής, congelation => ψύξη,