Greek Meaning of congealment

Πήξη

Other Greek words related to Πήξη

Definitions and Meaning of congealment in English

Wordnet

congealment (n)

the process of congealing; solidification by (or as if by) freezing

FAQs About the word congealment

Πήξη

the process of congealing; solidification by (or as if by) freezing

παγώνω,σκληρύνω,πήζω,σκυρόδεμα,κρυσταλλοποιώ,σφίγγω, στερεώνω,σκληραίνει,στερεοποιώ,Πήζω,αναιρεί

διαλύω,υγροποιώ,λιώνω,μαλακώνω,ροή,ασφάλεια,υγροποιώ,τηκόμενος,απόψυξη,υγροποιώ

congealed => πηγμένο, congeal => Πήζω, conge => άδεια, conga line => Κονγκόλι, conga => Κόνγκα,