FAQs About the word liquify

υγροποιώ

make (a solid substance) liquid, as by heating, become liquid or fluid when heated

ασφάλεια,λιώνω,υγροποιώ,διαλύω,ροή,βρέθηκε,μαλακώνω,απόψυξη,υδρορροή,Αποδίδω

πήζω,σκληρύνω,σετ,στερεοποιώ,Θρόμβος,Πήζω,τζελ,ζελέ,πήζω,Ζελέ

liquified => Υγροποιημένο, liquifiable => υγροποιήσιμος, liquidness => ρευστότητα, liquidly => ρευστά, liquidizing => υγροποίηση,