Greek Meaning of liquidizer
μπλέντερ
Other Greek words related to μπλέντερ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of liquidizer
- liquidizing => υγροποίηση
- liquidly => ρευστά
- liquidness => ρευστότητα
- liquifiable => υγροποιήσιμος
- liquified => Υγροποιημένο
- liquify => υγροποιώ
- liquor => αλκοόλ
- liquor licence => άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
- liquor license => Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
- liquor store => Κατάστημα ποτών
Definitions and Meaning of liquidizer in English
liquidizer (n)
an electrically powered mixer with whirling blades that mix or chop or liquefy foods
FAQs About the word liquidizer
μπλέντερ
an electrically powered mixer with whirling blades that mix or chop or liquefy foods
No synonyms found.
No antonyms found.
liquidized => υγροποιημένος, liquidize => υγροποιώ, liquidity crisis => Κρίση ρευστότητας, liquidity => ρευστότητα, liquidiser => μπλέντερ,