Greek Meaning of liquidating

εκκαθάριση

Other Greek words related to εκκαθάριση

Definitions and Meaning of liquidating in English

Webster

liquidating (p. pr. & vb. n.)

of Liquidate

FAQs About the word liquidating

εκκαθάριση

of Liquidate

κατάργηση,Καταστροφικός,εξάλειψη,σβήσιμο,εξολοθρευτικός,ακύρωση,ακύρωση,κατεδάφιση,αποσυναρμολόγηση,εξάλειψη

κτίριο,σχηματίζοντας,κατασκευή,προστατευτικός,αποταμίευση,διατήρησης,κατασκευή,Δημιουργώντας,διατηρητέο,κατασκευή

liquidated => εκκαθαρισμένος, liquidate => Εκκαθάριση, liquidamber => αμβροδένδρο, liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua), liquidambar => λικιδάμπαρος,