Greek Meaning of liquidating
εκκαθάριση
Other Greek words related to εκκαθάριση
- κατάργηση
- Καταστροφικός
- εξάλειψη
- σβήσιμο
- εξολοθρευτικός
- ακύρωση
- ακύρωση
- κατεδάφιση
- αποσυναρμολόγηση
- εξάλειψη
- εξάλειψη
- Διαγραφικός
- συντριπτικός
- εξάλειψη
- καθαρισμός (πάνω)
- Σφράγιση (έξω)
- σάρωμα
- εξάλειψη
- ανατίναξη
- καταναλωτικός
- Κοπή
- αριστοκρατικός
- αποδεκατισμός
- καταστροφικός
- καταβροχθίζοντας
- απόρριψη
- διαλυτικός
- Τάφρος
- δυναμίτιδα
- εκτίναξη
- εκτομή
- Απέλαση
- φινίρισμα
- επίπεδωση
- ανατροπή
- καταστρεπτικός
- ισοπέδωση
- καταστροφική
- φανταστικός
- θρυμματισμός
- κατεδάφιση
- καταληκτικός
- συνολικά
- συνολικά
- σπατάλη
- καταστρεπτικός
- ατομοποίηση
- λιποθυμία
- κατακερματισμός
- απόρριψη
- χορτοκοπή (κάτω)
- πούδρα
- κονιορτοποίηση
- εκρίζωση
- σβήσιμο
- σβήσιμο
Nearest Words of liquidating
- liquidated => εκκαθαρισμένος
- liquidate => Εκκαθάριση
- liquidamber => αμβροδένδρο
- liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua)
- liquidambar => λικιδάμπαρος
- liquid unit => υγρή μονάδα
- liquid state => υγρή κατάσταση
- liquid soap => Υγρό σαπούνι
- liquid pred => υγρή μορφή
- liquid oxygen => Υγρό οξυγόνο
Definitions and Meaning of liquidating in English
liquidating (p. pr. & vb. n.)
of Liquidate
FAQs About the word liquidating
εκκαθάριση
of Liquidate
κατάργηση,Καταστροφικός,εξάλειψη,σβήσιμο,εξολοθρευτικός,ακύρωση,ακύρωση,κατεδάφιση,αποσυναρμολόγηση,εξάλειψη
κτίριο,σχηματίζοντας,κατασκευή,προστατευτικός,αποταμίευση,διατήρησης,κατασκευή,Δημιουργώντας,διατηρητέο,κατασκευή
liquidated => εκκαθαρισμένος, liquidate => Εκκαθάριση, liquidamber => αμβροδένδρο, liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua), liquidambar => λικιδάμπαρος,