Greek Meaning of liquid oxygen
Υγρό οξυγόνο
Other Greek words related to Υγρό οξυγόνο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of liquid oxygen
- liquid nitrogen => Υγρό άζωτο
- liquid measure => Μέτρο υγρών
- liquid diet => Υγρή δίαιτα
- liquid detergent => υγρό απορρυπαντικό
- liquid crystal display => Οθόνη υγρών κρυστάλλων
- liquid crystal => Υγρός κρύσταλλος
- liquid body substance => Σωματικό υγρό
- liquid bleach => Υγρή χλωρίνη
- liquid assets => ρευστά περιουσιακά στοιχεία
- liquid air => Υγρός αέρας
- liquid pred => υγρή μορφή
- liquid soap => Υγρό σαπούνι
- liquid state => υγρή κατάσταση
- liquid unit => υγρή μονάδα
- liquidambar => λικιδάμπαρος
- liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua)
- liquidamber => αμβροδένδρο
- liquidate => Εκκαθάριση
- liquidated => εκκαθαρισμένος
- liquidating => εκκαθάριση
Definitions and Meaning of liquid oxygen in English
liquid oxygen (n)
a bluish translucent magnetic liquid obtained by compressing gaseous oxygen and then cooling it below its boiling point; used as an oxidizer in rocket propellants
FAQs About the word liquid oxygen
Υγρό οξυγόνο
a bluish translucent magnetic liquid obtained by compressing gaseous oxygen and then cooling it below its boiling point; used as an oxidizer in rocket propellan
No synonyms found.
No antonyms found.
liquid nitrogen => Υγρό άζωτο, liquid measure => Μέτρο υγρών, liquid diet => Υγρή δίαιτα, liquid detergent => υγρό απορρυπαντικό, liquid crystal display => Οθόνη υγρών κρυστάλλων,