Greek Meaning of liquidated
εκκαθαρισμένος
Other Greek words related to εκκαθαρισμένος
Nearest Words of liquidated
- liquidate => Εκκαθάριση
- liquidamber => αμβροδένδρο
- liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua)
- liquidambar => λικιδάμπαρος
- liquid unit => υγρή μονάδα
- liquid state => υγρή κατάσταση
- liquid soap => Υγρό σαπούνι
- liquid pred => υγρή μορφή
- liquid oxygen => Υγρό οξυγόνο
- liquid nitrogen => Υγρό άζωτο
Definitions and Meaning of liquidated in English
liquidated (imp. & p. p.)
of Liquidate
FAQs About the word liquidated
εκκαθαρισμένος
of Liquidate
ξεκαθαρισμένο,εξοφλημένος,εγκαταστημένος,πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο),προπληρωμένο
Εξαιρετικός,οφειλόμενος,οφειλόμενος,πληρωτέος,απλήρωτος,οφειλόμενος,ληξιπρόθεσμο,ανήσυχος,Ώριμος
liquidate => Εκκαθάριση, liquidamber => αμβροδένδρο, liquidambar styraciflua => Υγρή-κεχριμπάρι (Liquidambar styraciflua), liquidambar => λικιδάμπαρος, liquid unit => υγρή μονάδα,