FAQs About the word owed

οφειλόμενος

of Owe

Εξαιρετικός,απλήρωτος,οφειλόμενος,πληρωτέος,οφειλόμενος,ληξιπρόθεσμο,ανήσυχος

ξεκαθαρισμένο,εκκαθαρισμένος,εξοφλημένος,εγκαταστημένος,πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο),προπληρωμένο

owe => οφείλει, owch => ουάι, ovums => ωοκύτταρα, ovum => ωάριο, ovulum => Ωάριο,