Greek Meaning of owed
οφειλόμενος
Other Greek words related to οφειλόμενος
Nearest Words of owed
Definitions and Meaning of owed in English
owed (imp. & p. p.)
of Owe
FAQs About the word owed
οφειλόμενος
of Owe
Εξαιρετικός,απλήρωτος,οφειλόμενος,πληρωτέος,οφειλόμενος,ληξιπρόθεσμο,ανήσυχος
ξεκαθαρισμένο,εκκαθαρισμένος,εξοφλημένος,εγκαταστημένος,πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο),προπληρωμένο
owe => οφείλει, owch => ουάι, ovums => ωοκύτταρα, ovum => ωάριο, ovulum => Ωάριο,