FAQs About the word ovuliferous

ωοφόρος

Producing ovules.

No synonyms found.

No antonyms found.

ovulen => Ωάριο, ovule => Ωάριο, ovulation method of family planning => Μέθοδος ωορρηξίας για οικογενειακό προγραμματισμό, ovulation => ωορρηξία, ovulary => ωοθήκη,