Greek Meaning of prepaid

προπληρωμένο

Other Greek words related to προπληρωμένο

Definitions and Meaning of prepaid in English

Wordnet

prepaid (s)

used especially of mail; paid in advance

FAQs About the word prepaid

προπληρωμένο

used especially of mail; paid in advance

ξεκαθαρισμένο,εκκαθαρισμένος,εξοφλημένος,πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο),εγκαταστημένος

Εξαιρετικός,οφειλόμενος,οφειλόμενος,πληρωτέος,απλήρωτος,οφειλόμενος,Ώριμος,ληξιπρόθεσμο,ανήσυχος

prepacked => Προπαρασκευασμένο, prepackaged => προπακεταρισμένο, prep school => Προπαρασκευαστικό σχολείο, prep => προετοιμασία, preordination => προκαθορισμός,