Greek Meaning of preparedness

ετοιμότητα

Other Greek words related to ετοιμότητα

Definitions and Meaning of preparedness in English

Wordnet

preparedness (n)

the state of having been made ready or prepared for use or action (especially military action)

FAQs About the word preparedness

ετοιμότητα

the state of having been made ready or prepared for use or action (especially military action)

προσοχή,προετοιμασία,ετοιμότητα,ζωντάνια,συνείδηση,φροντίδα,Συνείδηση,Ενσυνειδητότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα

απροσεξία,απροσεξía,αμέλεια,απροθυμία,απροθυμία,αφαίρεση,απροσεξία,απροσεξία,συγχώρεση,αφηρημάδα

prepared => προετοιμασμένος, prepare for => προετοιμαστείτε για, prepare => ετοιμάζω, preparatory school => προπαρασκευαστικό σχολείο, preparatory => προπαρασκευαστικός,