Greek Meaning of preponderant

υπέρτερος

Other Greek words related to υπέρτερος

Definitions and Meaning of preponderant in English

Wordnet

preponderant (s)

having superior power and influence

FAQs About the word preponderant

υπέρτερος

having superior power and influence

κυρίαρχος,κυρίαρχος,αντιπρόσωπος,τυπικός,αρχετυπικός,μέσος,χαρακτηριστικός,κοινός,Πλειοψηφία,φυσιολογικός

ασυνήθιστος,μη συμβατικό,ασυνήθιστο,ασυνήθιστος,εκκεντρικός,μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,εκτραπείς,ακανόνιστος

preponderance => υπεροχή, prepayment => προπληρωμή, prepay => Προπληρωμή, preparedness => ετοιμότητα, prepared => προετοιμασμένος,