Greek Meaning of archetypical
αρχετυπικός
Other Greek words related to αρχετυπικός
- κλασικός
- οριστικός
- ενδεικτικό
- μοντέλο
- παραδειγματικός
- ουσιώδης
- καλό
- ιδανικός
- μιμήσιμος
- θαυμαστός
- τέλειο
- πρώτος αριθμός
- ιδιαίτερος
- Σχολικό βιβλίο
- μοναδικός
- απόλυτος
- καταπληκτικό
- πανό
- Κεφάλαιο
- επιλογή
- εξαιρετικός
- νταντής
- άριστος
- Εξαιρετικός.
- καταπληκτικός
- φανταχτερός
- φανταστικός
- πρώτη θέση
- πρώτης τάξεως
- άψογος
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- τέλειος
- υψηλής ποιότητας
- Άμεμπτος
- απότομος
- θαυμάσιος
- έξυπνος
- απαράμιλλος
- κατ' εξοχήν
- ξάδελφος
- εντυπωσιακός
- υπέροχος
- αστρικός
- Λίρα στερλίνα (GBP)
- θαυμάσιος
- ανώτερος
- υπερθετικός
- οίδημα
- φοβερός
- εξαιρετικός
- κορυφαίο
- κορυφαίος
- απαράμιλλος
- μάγος
- υπέροχος
- A1
- Τζιμ-νταντι
Nearest Words of archetypical
- archeus => Αρχαίος
- archi- => αρχι-
- archiannelid => Αρχιάννελιδα
- archiannelida => αρχιάνελιδες
- archiater => Αρχίατρος
- archibald macleish => Άρτσιμπαλντ ΜακΛις
- archibald percival wavell => Άρτσιμπαλντ Πέρσιβαλ Γουέιβελ
- archibald wheel => Κοχλίας του Αρχιμήδη
- archiblastula => Αρχιβλαστύλιον
- archical => ιεραρχικός
Definitions and Meaning of archetypical in English
archetypical (s)
representing or constituting an original type after which other similar things are patterned
archetypical (a.)
Relating to an archetype; archetypal.
FAQs About the word archetypical
αρχετυπικός
representing or constituting an original type after which other similar things are patternedRelating to an archetype; archetypal.
κλασικός,οριστικός,ενδεικτικό,μοντέλο,παραδειγματικός,ουσιώδης,καλό,ιδανικός,μιμήσιμος,θαυμαστός
κακός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,φτωχός,Κατώτερος του επιπέδου,τυπικός,ανικανοποίητος,φαύλος,Φρικτός,μέσος
archetype => αρχέτυπο, archetypally => αρχετυπικά, archetypal => αρχετυπικός, archesporium => Αρχέsporio, archespore => αρχαιόσπορο,