Greek Meaning of archetypical

αρχετυπικός

Other Greek words related to αρχετυπικός

Definitions and Meaning of archetypical in English

Wordnet

archetypical (s)

representing or constituting an original type after which other similar things are patterned

Webster

archetypical (a.)

Relating to an archetype; archetypal.

FAQs About the word archetypical

αρχετυπικός

representing or constituting an original type after which other similar things are patternedRelating to an archetype; archetypal.

κλασικός,οριστικός,ενδεικτικό,μοντέλο,παραδειγματικός,ουσιώδης,καλό,ιδανικός,μιμήσιμος,θαυμαστός

κακός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,φτωχός,Κατώτερος του επιπέδου,τυπικός,ανικανοποίητος,φαύλος,Φρικτός,μέσος

archetype => αρχέτυπο, archetypally => αρχετυπικά, archetypal => αρχετυπικός, archesporium => Αρχέsporio, archespore => αρχαιόσπορο,