Greek Meaning of imitable

μιμήσιμος

Other Greek words related to μιμήσιμος

Definitions and Meaning of imitable in English

Webster

imitable (a.)

Capble of being imitated or copied.

Worthy of imitation; as, imitable character or qualities.

FAQs About the word imitable

μιμήσιμος

Capble of being imitated or copied., Worthy of imitation; as, imitable character or qualities.

αρχετυπικός,κλασικός,οριστικός,άριστος,ενδεικτικό,παραδειγματικός,τέλειο,θαυμάσιος,μοναδικός,αρχετυπικός

Φρικτός,κακός,ανεπαρκής,φτωχός,Κατώτερος του επιπέδου,ανικανοποίητος,φαύλος,μέσος,ανεπαρκής,απογοητευτικός

imitability => μιμητικότητα, iminazole => Ιμιδαζόλη, imido => Ιμίδιο, imide => Ιμίδη, imidazole => Ιμιδαζόλη,