Greek Meaning of groovy

τέλειος

Other Greek words related to τέλειος

Definitions and Meaning of groovy in English

Wordnet

groovy (s)

very good

(British informal) very chic

FAQs About the word groovy

τέλειος

very good, (British informal) very chic

καταπληκτικός,όμορφος,κλασικός,κουλ,άριστος,καταπληκτικός,φανταστικός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,ζεστό

Φρικτός,φρικτός,κακός,χάλια,φτωχός,σάπιο,φοβερός,φαύλος,αποτρόπαιος,κατώτερος

grooving => αυλάκωση, groover => αυλάκι, grooved => αυλακωμένος, groove => αυλάκωση, grooper => Συναγρίδα,