Greek Meaning of groover
αυλάκι
Other Greek words related to αυλάκι
- αλέθω
- μοτίβο
- ρουτίνα
- ρουτίνα
- Άσκηση
- συνήθεια
- βήμα προς βήμα
- μέθοδος
- απέξω
- Τεχνική
- Διάδρομος
- προσέγγιση
- σύμβαση
- συνήθεια
- καθημερινή ντουζίνα
- σχεδιασμός
- μόδα
- Καθαριότητα σπιτιού
- τρόπος
- σχέδιο
- πολιτική
- Πρακτική
- εξάσκηση
- διαδικασία
- πρόγραμμα
- δίαιτα
- σχέδιο
- στρατηγική
- στυλ
- καρφίτσα
- παράδοση
- τέχνασμα
- τρόπος
Nearest Words of groover
Definitions and Meaning of groover in English
groover (n)
a device that makes grooves by cutting or punching
groover (n.)
One who or that which grooves.
A miner.
FAQs About the word groover
αυλάκι
a device that makes grooves by cutting or punchingOne who or that which grooves., A miner.
αλέθω,μοτίβο,ρουτίνα,ρουτίνα,Άσκηση,συνήθεια,βήμα προς βήμα,μέθοδος,απέξω,Τεχνική
σύγκρουση,ακυρώνει (έξω),Σύγκρουση,συγκρούονται,Αντιφάσκεται,αντίθεση,μετρητής,διαφέρουν,αποκλίνω,Γυάλα
grooved => αυλακωμένος, groove => αυλάκωση, grooper => Συναγρίδα, groom-to-be => μελλοντικός γαμπρός, groomsmen => κουμπάροι,