Greek Meaning of treadmill
Διάδρομος
Other Greek words related to Διάδρομος
- αλέθω
- ρουτίνα
- Άσκηση
- αυλάκωση
- συνήθεια
- βήμα προς βήμα
- μέθοδος
- μοτίβο
- δίαιτα
- απέξω
- ρουτίνα
- προσέγγιση
- σύμβαση
- συνήθεια
- καθημερινή ντουζίνα
- σχεδιασμός
- μόδα
- Καθαριότητα σπιτιού
- τρόπος
- σχέδιο
- πολιτική
- Πρακτική
- εξάσκηση
- διαδικασία
- πρόγραμμα
- σχέδιο
- στρατηγική
- στυλ
- καρφίτσα
- Τεχνική
- παράδοση
- τέχνασμα
- τρόπος
Nearest Words of treadmill
Definitions and Meaning of treadmill in English
treadmill (n)
an exercise device consisting of an endless belt on which a person can walk or jog without changing place
a mill that is powered by men or animals walking on a circular belt or climbing steps
a job involving drudgery and confinement
treadmill (n.)
A mill worked by persons treading upon steps on the periphery of a wide wheel having a horizontal axis. It is used principally as a means of prison discipline. Also, a mill worked by horses, dogs, etc., treading an endless belt.
FAQs About the word treadmill
Διάδρομος
an exercise device consisting of an endless belt on which a person can walk or jog without changing place, a mill that is powered by men or animals walking on a
αλέθω,ρουτίνα,Άσκηση,αυλάκωση,συνήθεια,βήμα προς βήμα,μέθοδος,μοτίβο,δίαιτα,απέξω
No antonyms found.
treadle => πεντάλ, treading water => Κάνω πατινάδα, treading => πατώντας, treadfowl => πατητήρι κοτόπουλο, treader => πετάλι,