Greek Meaning of convention
σύμβαση
Other Greek words related to σύμβαση
- συνάντηση
- συνάντηση
- συνέλευση
- κονκλάβιο
- Συνέδριο
- συνέδριο
- Σύγκληση
- Συμβούλιο
- συμπόσιο
- Σύνοδος
- Εργαστήριο
- Ακροατήριο
- Ντουλάπι
- Κόμμα
- Κλινική
- κουβέντα
- συνομιλία
- διαδήλωση
- διάλογος
- Διάλογος
- λόγος
- συζήτηση
- Φόρουμ
- Συνάντηση
- ομάδα
- συνέντευξη
- διαπραγμάτευση
- συγκέντρωση
- σεμινάριο
- συνεδρία
- σύνοδος κορυφής
- μιλάω
Nearest Words of convention
- conventional => συμβατικός
- conventionalise => συμβατικοποιώ
- conventionalised => συμβατική
- conventionalism => συμβατισμός
- conventionality => συμβατικότητα
- conventionalization => συμβατικοποίηση
- conventionalize => συμβατικοποιώ
- conventionalized => συμβατικοποιημένα
- conventionally => παραδοσιακά
- conventioneer => σύνεδρος
Definitions and Meaning of convention in English
convention (n)
a large formal assembly
something regarded as a normative example
(diplomacy) an international agreement
orthodoxy as a consequence of being conventional
the act of convening
FAQs About the word convention
σύμβαση
a large formal assembly, something regarded as a normative example, (diplomacy) an international agreement, orthodoxy as a consequence of being conventional, th
συνάντηση,συνάντηση,συνέλευση,κονκλάβιο,Συνέδριο,συνέδριο,Σύγκληση,Συμβούλιο,συμπόσιο,Σύνοδος
No antonyms found.
conventicle => Συνάθροιση, convent => μοναστήρι, convening => σύγκληση, conveniently => κατάλληλα, convenient => κατάλληλος,