Greek Meaning of conventionalise
συμβατικοποιώ
Other Greek words related to συμβατικοποιώ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of conventionalise
- conventionalised => συμβατική
- conventionalism => συμβατισμός
- conventionality => συμβατικότητα
- conventionalization => συμβατικοποίηση
- conventionalize => συμβατικοποιώ
- conventionalized => συμβατικοποιημένα
- conventionally => παραδοσιακά
- conventioneer => σύνεδρος
- conventual => μοναστηριακός
- converge => Σύγκλιση
Definitions and Meaning of conventionalise in English
conventionalise (v)
make conventional or adapt to conventions
FAQs About the word conventionalise
συμβατικοποιώ
make conventional or adapt to conventions
No synonyms found.
No antonyms found.
conventional => συμβατικός, convention => σύμβαση, conventicle => Συνάθροιση, convent => μοναστήρι, convening => σύγκληση,