Greek Meaning of conventual

μοναστηριακός

Other Greek words related to μοναστηριακός

Definitions and Meaning of conventual in English

Wordnet

conventual (s)

of communal life sequestered from the world under religious vows

FAQs About the word conventual

μοναστηριακός

of communal life sequestered from the world under religious vows

θείος,εκκλησιαστικός,εκκλησιαστικός,ζητιάνος,μοναστικός,ραββινικός,θρησκευτικός,ιεροτελεστικός,αποστολικός,χαλιφικός

τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,λαϊκός

conventioneer => σύνεδρος, conventionally => παραδοσιακά, conventionalized => συμβατικοποιημένα, conventionalize => συμβατικοποιώ, conventionalization => συμβατικοποίηση,