Greek Meaning of missionary
ιεραπόστολος
Other Greek words related to ιεραπόστολος
- ιεραπόστολος
- μοναχός
- παπάς
- στρατιώτης
- απόστολος
- επίσκοπος
- Θεολόγος
- Κληρικός
- κληρικός
- κληρικός
- κληρικαλικός
- διάκονος
- εκκλησιαστικός
- Ευαγγελιστής
- μοναχός
- ζητιάνος
- υπουργός
- μοναστικός
- Παπάς
- Ποιμένας
- ιεροκήρυκας / ιεροκήρυκας
- θρησκευτικός
- σεβαστός
- Αναζωογονητής
- λόγιος
- μαθητής
- προσήλυτος
- ηγούμενος
- ακόλουθος
- οπαδός
- Θαυμάστρια
- συνήγορος
- αρχιεπίσκοπος
- αρχιερέας
- πρωταθλητής
- υπάλληλος
- εξομολόγος
- επιμελείσθαι
- διακόνισσα
- κοσμήτορας
- αφοσιωμένος
- περιοχής επίσκοπου
- μαθητής
- θείος
- ενθουσιώδης
- πιστός
- ανεμιστήρας
- πατέρας
- Αρχιερέας
- Άγιος Ιωσήφ
- ιδεολόγος
- ειδωλολάτρης
- βασιλικός
- αρχιεπίσκοπος
- Ομπλιάτα
- ιερέας
- μεροληπτικός
- Πάπας
- ιεράρχης
- Πρεσβύτερος
- Ιέρεια
- πρύτανης
- σεκταριστικός
- Ποιμένας
- πιλότος ουρανού
- οπαδός
- Ιερέας
- προσκυνητής
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- ηγούμενος
- Κληρικός
- Κληρικός
- Ιερέας
- αρχιιέρεια
- προστατευόμενος
Nearest Words of missionary
- missionaries => ιεραπόστολοι
- missional => ιεραποστολικός
- mission impossible => Αποστολή: Αδύνατη
- mission bells => καμπάνες αποστολής
- mission => αποστολή
- missingly => αγνοούμενο
- missing link => ο χαμένος κρίκος
- missing => χαμένος
- missile defense system => σύστημα αντιβαλλιστικής άμυνας
- missile defence system => σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας
- missionary position => Ιεραποστολική θέση
- missionary post => Ιεραποστολικός σταθμός
- missionary station => Ιεραποστολικός σταθμός
- missionary work => ιεραποστολική εργασία
- missioner => ιεραπόστολος
- missippian period => Μισισιππική περίοδος
- missis => Κυρία
- missish => κοπέλα
- mississippi => Μισισιπής
- mississippi river => Ποταμός Μισσισσιππής
Definitions and Meaning of missionary in English
missionary (n)
someone who attempts to convert others to a particular doctrine or program
someone sent on a mission--especially a religious or charitable mission to a foreign country
missionary (a)
relating to or connected to a religious mission
missionary (n)
One who is sent on a mission; especially, one sent to propagate religion.
missionary (a.)
Of or pertaining to missions; as, a missionary meeting; a missionary fund.
FAQs About the word missionary
ιεραπόστολος
someone who attempts to convert others to a particular doctrine or program, someone sent on a mission--especially a religious or charitable mission to a foreign
ιεραπόστολος,μοναχός,παπάς,στρατιώτης,απόστολος,επίσκοπος,Θεολόγος,Κληρικός,κληρικός,κληρικός
αποστάτης,λιποτάκτης,ηγέτης,παρίας,κοσμικός,προδότης,Λαϊκός,Άσχετος,λαϊκός αναγνώστης,αναγνώστης
missionaries => ιεραπόστολοι, missional => ιεραποστολικός, mission impossible => Αποστολή: Αδύνατη, mission bells => καμπάνες αποστολής, mission => αποστολή,