FAQs About the word coryphaeus

Κορυφαίος

the leader of a party or school of thought, the leader of a chorus

ηγέτης,παρίας,λιποτάκτης,προδότης,αποστάτης

ακόλουθος,οπαδός,απόστολος,μετατρέπω,μαθητής,Ακόλουθος,υποτελής,μεροληπτικός,Μαθητής,στρατιώτης

coryphaei => ειδικοί, corvettes => Κορβέτες, coruscating => λαμπερό, coruscates => Αστράφτει, coruscated => λαμπερό,