FAQs About the word cosmeticized

καλλωπισμένος

to make (something unpleasant or ugly) superficially attractive

ντυμένη στην πένα,διακοσμημένο,βελτιωμένη,βελτιωμένο,βελτιωμένη,φροντισμένος,Αυταπατώμενος,βελτιωμένος,ζαχαρωμένο,εμπλουτισμένο

No antonyms found.

cosmeticize => κοσμητικοποιώ, cosmetic case => Νεσεσέρ καλλυντικών, cosigning => συνυπογράφω, cosigned => συνυπέγραψε, co-scenarists => Συν-σεναριογράφοι,