Greek Meaning of cosmeticized
καλλωπισμένος
Other Greek words related to καλλωπισμένος
Nearest Words of cosmeticized
Definitions and Meaning of cosmeticized in English
cosmeticized
to make (something unpleasant or ugly) superficially attractive
FAQs About the word cosmeticized
καλλωπισμένος
to make (something unpleasant or ugly) superficially attractive
ντυμένη στην πένα,διακοσμημένο,βελτιωμένη,βελτιωμένο,βελτιωμένη,φροντισμένος,Αυταπατώμενος,βελτιωμένος,ζαχαρωμένο,εμπλουτισμένο
No antonyms found.
cosmeticize => κοσμητικοποιώ, cosmetic case => Νεσεσέρ καλλυντικών, cosigning => συνυπογράφω, cosigned => συνυπέγραψε, co-scenarists => Συν-σεναριογράφοι,