Greek Meaning of curate

επιμελείσθαι

Other Greek words related to επιμελείσθαι

Definitions and Meaning of curate in English

Wordnet

curate (n)

a person authorized to conduct religious worship

FAQs About the word curate

επιμελείσθαι

a person authorized to conduct religious worship

ηγούμενος,αρχιεπίσκοπος,επίσκοπος,κληρικός,ιερέας,Ποιμένας,Πάπας,ιεράρχης,παπάς,πρύτανης

λαϊκός αναγνώστης,Λαϊκός,αναγνώστης,Άσχετος,κοσμικός

curassow => Κραξ, curare => κουράριο, curandero => θεραπευτής, curandera => θεραπεύτρια, curacy => ακρίβεια,