Greek Meaning of curator
επιμελητής
Other Greek words related to επιμελητής
Nearest Words of curator
Definitions and Meaning of curator in English
curator (n)
the custodian of a collection (as a museum or library)
FAQs About the word curator
επιμελητής
the custodian of a collection (as a museum or library)
επιστάτης,θεματοφύλακας,κηδεμόνας,Επιστάτης,Τερματοφύλακας,Υπάλληλος καμπίνας,συν-επιμελητής,Διευθυντής φυλακής,φρουρός,νεωκόρος
No antonyms found.
curative => θεραπευτικός, curate => επιμελείσθαι, curassow => Κραξ, curare => κουράριο, curandero => θεραπευτής,